-
1 φλέω
φλέω,A teem with abundance, abound,φλεόντων δωμάτων A.Ag. 377
(lyr.); μήλων φλεόντων εὐπόκοις νομεύμασιν ib. 1416; cf. EM 796.3.II babble, Hsch. -
2 ὑπέρφευ
ὑπέρφευ, Adv.A = ὑπερφυῶς, excessively, overmuch,φλεόντων δωμάτων ὑ. A.Ag. 377
(lyr.);οὐχ ὑ. θνητὸν ὄντα χρὴ φρονεῖν Id.Pers. 820
; τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑ.; E.Ph. 550;φέρεις ὑ. τὰς τύχας Id.HF 1321
:—Hsch. explains it by ὑπεράγαν; and in Phryn.PSp.89B. ( = Cratin.359 ) we have μηδὲν ὑπέρφευ· ἐπὶ τοῦ μηδὲν ἄγαν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρφευ
См. также в других словарях:
υπέρφευ — Α επίρρ. υπέρμετρα, καταπληκτικά, πάρα πολύ (α. «φλεόντων δωμάτων ὑπέρφευ», Αισχύλ. β. «τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑπέρφευ;», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φεῦ, επιφώνημα πόνου, αγανάκτησης, θαυμασμού] … Dictionary of Greek
φλέω — Α 1. είμαι εντελώς γεμάτος («δωμάτων φλεόντων ὑπέρφευ», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «φλεῖ γέμει, εὐκαρπεῖ, πολυκαρπεῖ» β. «φλέοντας... φλυαροῦντας». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλέω (< *φλέFω, πρβλ. πλέω < *πλέFω, ῥέω < *ῥέFω) ανάγεται στην απαθή … Dictionary of Greek